- στενοῦν
- στενόωstraitenpres part act masc voc sgστενόωstraitenpres part act neut nom/voc/acc sgστενόωstraitenpres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στένουν — στενόω straiten imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στενόω straiten imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώ — όω, ΜΑ, και ιων. τ. στεινῶ, όω, Α [στενός] 1. στενεύω 2. συστέλλω («τὴν γαστέρα στενοῡν», Λιβάν.) 3. περιορίζω, ελαττώνω 4. εξαντλώ 5. παθ. στενοῡμαι, όομαι α) είμαι ελλιπής, ανεπαρκής β) βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε δύσκολη θέση («ἐγένετο σπάνις… … Dictionary of Greek